- κάθαλος
- κάθαλοςfull of saltmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάθαλος — κάθαλος, ον (Α) 1. πολύ αλατισμένος, βουτηγμένος στ αλάτι 2. (ως κωμ. έκφρ.) ο μάγειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + άλος (< ἅλς, ἁλός), πρβλ. ἄν αλος] … Dictionary of Greek
κάθαλον — κάθαλος full of salt masc/fem acc sg κάθαλος full of salt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάλου — κάθαλος full of salt masc/fem/neut gen sg καθά̱λου , καθάλλομαι leap down aor ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic) καθάλλομαι leap down aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθαλα — κάθαλος full of salt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)